- ασφαλίτης
- οπράκτορας της Ασφάλειας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ασφαλίτης — ο, θηλ. ασφαλίτισσα υπάλληλος σε υπηρεσία δημόσιας ασφάλειας … Dictionary of Greek